Αύξηση τουρισμού μπορεί να φέρει η βελτίωση της προσβασιμότητας ΑμεΑ
14/10/2014Αυτισμός- Η ζωή μετά το σχολείο. Πανεπιστήμιο κι επαγγελματική αποκατάσταση
16/10/2014Για τον γονιό, που έχει κατακτήσει τη δεξιότητα της ανάγνωσης, το διάβασμα φαίνεται κάτι απλό και αυτονόητο. Νομίζει πως, αν το παιδί του μάθει να ξεχωρίζει τα γράμματα του αλφάβητου και αποστηθίσει τους ήχους που δημιουργούν οι διάφοροι συνδυασμοί τους, η δεξιότητα της ανάγνωσης έχει κατακτηθεί. Από κει και ύστερα απαιτείται απλώς η εξάσκηση (διάβασμα κειμένων) για να αυξηθεί η ταχύτητα της ανάγνωσης.
Αυτή η αντίληψη, όμως, δεν είναι σωστή. Η ανάγνωση δεν είναι μια απλή διαδικασία αποκρυπτογράφησης των γραπτών συμβόλων (δηλαδή των γραμμάτων και των συνδυασμών τους) και μετατροπής τους σε ήχους. Είναι μια πολύπλοκη νοητική διεργασία που μετατρέπει ταυτόχρονα τους ήχους σε εικόνες αντικειμένων και έννοιες τονίζει η κ. Ηλέκτρα Παγώνη, Δασκάλα Ειδικής Αγωγής.
Για παράδειγμα, όταν διαβάζουμε τη λέξη «αυτοκίνητο», στο μυαλό μας δημιουργείται η εικόνα του αυτοκινήτου. Και μάλιστα, αυτή η εικόνα γίνεται πιο συγκεκριμένη και πιο λεπτομερής μόλις το μυαλό μας πάρει υπόψη του και άλλες λέξεις (επίθετα και ρήματα) της πρότασης στην οποία περιλαμβάνεται η λέξη «αυτοκίνητο» ή και ολόκληρης της παραγράφου.
Π.χ., το αυτοκίνητο είναι «μεγάλο» ή «μικρό», «καινούριο» ή «παλιό», «ωραίο» ή «άσχημο», «κόκκινο», «πράσινο» ή άλλου χρώματος. Το αυτοκίνητο «έχει σταματήσει» ή «τρέχει», «ακολουθεί» ή «ξεπερνάει» κάποιο άλλο αυτοκίνητο. Δηλαδή, όταν διαβάζουμε, στο μυαλό μας δημιουργούνται εικόνες και έννοιες που τροποποιούνται και αναπροσαρμόζονται με βάση τις πληροφορίες που παίρνουμε
συνεχώς μέσα από το κείμενο.
Δεν αρκεί, λοιπόν, να αποκωδικοποιούμε τα γράμματα και τους συνδυασμούς τους για τη μετατροπή τους σε ήχους. Πρέπει ταυτόχρονα να μετατρέπουμε τους ήχους (πραγματικούς ή νοητούς στην περίπτωση που διαβάζουμε «από μέσα μας») σε εικόνες αντικειμένων και έννοιες. Όταν αυτή η διπλή διαδικασία κατακτηθεί, τότε μόνο μπορούμε να πούμε ότι το παιδί ξέρει να διαβάζει.
Είναι πολύ εύκολο να διαπιστώσουμε οποιαδήποτε στιγμή αν ένα παιδί έχει μάθει ή όχι να διαβάζει, κάνοντας το ακόλουθο απλό τεστ:
Δίνουμε στο παιδί να διαβάσει (για πρώτη φορά) μια πρόταση λίγο μεγαλύτερη από μία αράδα ενός παιδικού βιβλίου. Η πρόταση αυτή θα πρέπει να καταλήγει σε ερωτηματικό.Αν το παιδί ξεκινήσει να διαβάζει την πρόταση δίνοντας στη φωνή του, από την αρχή, ερωτηματική χροιά (σαν να έχει «δει» το ερωτηματικό πριν αρχίσει να διαβάζει ττότε ξέρει πια να διαβάζει, δηλαδή να διαβάζει και να καταλαβαίνει αυτά που διαβάζει.
Αν, όμως, το παιδί δώσει ερωτηματική χροιά στη φωνή του όταν φτάσει στην τελευταία λέξη της πρότασης ή (ακόμα χειρότερα) στην τελευταία συλλαβή της τελευταίας λέξης, τότε δεν έχει μάθει ακόμα να διαβάζει, δηλαδή δεν καταλαβαίνει αυτά που εμφανίζεται να διαβάζει.
Ένα άλλο πολύ απλό τεστ για τον έλεγχο της αναγνωστικής ικανότητας του παιδιού είναι το ακόλουθο:
Δίνουμε στο παιδί να διαβάσει μία (και μοναδική) φορά μια παράγραφο από ένα απλό παραμύθι (χωρίς «παράξενες» ή άγνωστες λέξεις) που δεν το έχει ξαναδιαβάσει. Αν το παιδί είναι ικανό να μας πει μετά, με σχετική πληρότητα, τι διάβασε (δηλαδή τα βασικά σημεία της παραγράφου), τότε ξέρει πια να διαβάζει. Φυσικά, αυτό που μας ενδιαφέρει (ή θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει) δεν είναι το πότε το παιδί εμφανίζεται να διαβάζει, αλλά το πότε το παιδί διαβάζει πραγματικά. Επιπλέον , αν το παιδί περάσει από τη φάση που εμφανίζεται να διαβάζει, τότε (κατά πάσα πιθανότητα) θα αργήσει πολύ να φτάσει στο σημείο να διαβάζει πραγματικά. Αυτό αποτελεί και ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά στο δημοτικό σχολείο.
πηγή: www.infokids.gr