Παιχνίδι μνήμης στο iPad βοηθάει τους ανθρώπους με σχιζοφρένεια
03/08/2015www.eidikospaidagogos.gr: Οι αγγελίες της εβδομάδας (7/8/2015)
07/08/2015Τα στάδια εκμάθησης της γλώσσας:
- Το προγλωσσικό στάδιο:
Υπάρχουν έγκυρα εμπειρικά δεδομένα που δείχνουν ότι, από την αρχή της ζωής τους, τα βρέφη είναι σε θέση να κάνουν διάκριση μεταξύ ήχων που αντιστοιχούν σε βασικά μέρη της γλώσσας, γνωστά ως φωνήματα. Αρχικά, η ικανότητα αυτή δεν περιορίζεται στη μητρική τους γλώσσα. Μέσα σε ένα έτος, όμως, τα βρέφη μαθαίνουν ποιοι ήχοι σχετίζονται με τη δική τους γλώσσα και χάνουν την ικανότητα να διακρίνουν διαφορές φωνημάτων για άλλες γλώσσες (Eimas,1985). Τα βρέφη αργούν κάπως να παράγουν ήχους. Το βάβισμα – το πρώιμο παιγνίδι με τους ήχους, κατά το οποίο παράγονται ήχοι όπως «μπα-μπα-μπα» και «ντα-ντα-ντα» – δεν αρχίζει παρά μόνο στο δεύτερο ήμισυ του πρώτου έτους. Το περιορισμένο αυτό ρεπερτόριο δεν εμποδίζει τους γονείς να επιδίδονται συχνά σε συζητήσεις με τα παιδιά τους. Στις «συζητήσεις» αυτές, οι ενήλικοι μοιάζουν να συμπεριφέρονται στα παιδιά σαν να ήταν αυτά ισότιμοι συνομιλητές. Ορισμένοι θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι μέσω μιας τέτοιας διαδικασίας τα βρέφη μαθαίνουν τι σημαίνει να συμμετέχει κανείς σε ένα κοινωνικό γεγονός, όπως είναι μια συζήτηση (Trevarthen, 1978). Με τον τρόπο αυτά γίνονται, με τον καιρό, αμοιβαία και γνήσια κοινωνικά όντα. Ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο αναφορικά με την προγλωσσική φάση είναι ότι το βρέφος αποκτά πλήθος άλλων γνώσεων, παρόλο που η γλώσσα δεν είναι ακόμη εμφανής. Ο κόσμος έχει «νόημα» για το βρέφος πριν από την εμφάνιση της γλώσσας. Οι λέξεις έρχονται και προστίθενται πάνω σε αυτά τα υπάρχοντα αισθησιοκινητικά σχήματα.
- Η ανάπτυξη του λεξιλογίου:
Οι αληθείς λέξεις αρχίζουν να εμφανίζονται στους 12 μήνες περίπου και, δεδομένων των όσων είπαμε παραπάνω για την ήδη υπάρχουσα γνώση, δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη το ότι το πρώτο λεξιλόγιο αντικατοπτρίζει τα πρόσωπα και τα πράγματα στη ζωή του παιδιού. Ο λόγος αφορά τους ανθρώπους, τα ζώα, τα παιγνίδια, την τροφή, τα μέλη του σώματος, τα αντικείμενα του σπιτιού κ.ο.κ. Η εμφάνιση των πρώτων λέξεων δεν σηματοδοτεί ένα άμεσο άλμα στην ανάπτυξη του λεξιλογίου. Αρχικά η πρόοδος είναι αργή, καθώς οι δέκα πρώτες λέξεις χρειάζονται επιπλέον τρεις με τέσσερις μήνες για να εμφανιστούν (Neison, 1973). Νέες λέξεις προστίθενται κάθε λίγες ημέρες μέχρι το σημείο των 50 λέξεων, οπότε, γύρω στους 18 μήνες, παρατηρείται μια ξαφνική έκρηξη στην ανάπτυξη του λεξιλογίου, μια έκρηξη που μπορεί να το πενταπλασιάσει ή να το δεκαπλασιάσει μέσα σε λίγες εβδομάδες μόνον. Το επίτευγμα αυτό συνήθως συμπίπτει με την έναρξη του συνδυασμού των λέξεων. Ένας εντυπωσιακός, ταχύτατος, ρυθμός εκμάθησης καινούριων λέξεων ακολουθεί κατά την προσχολική περίοδο. Από ένα λεξιλόγιο 25 λέξεων περίπου στους 18 μήνες, το παιδί φθάνει σε λεξιλόγιο 15.000 περίπου λέξεων στα έξι του χρόνια, με μέσο όρο εννέα καινούριες λέξεις την ημέρα. Αυτού του είδους η επέκταση δεν είναι απόρροια κάποιας συστηματικής διδασκαλίας κάθε καινούριας λέξης στο παιδί. Τα παιδιά φαίνεται να το καταφέρνουν αυτό μόνα τους, καθώς συναντούν καινούριες λέξεις και φράσεις στις καθημερινές τους συζητήσεις και τις προσθέτουν στο ρεπερτόριο τους. Όταν το κάνουν αυτό, χρησιμοποιούν το πλαίσιο για να δώσουν νόημα και να κάνουν χρήση των διαθέσιμων γνώσεων τους. Παρ’ όλα αυτά, στα πρώτα στάδια υπάρχουν δεδομένα που υποστηρίζουν την ύπαρξη ενός στοιχείου «διδασκαλίας», Οι Ninio και Bruner (1978) δίνουν έμφαση στο ρόλο των τακτικών, καθημερινών δραστηριοτήτων (δραστηριότητες ρουτίνας τις ονόμασε ο Bruner), που λαμβάνουν χώρα ανάμεσα στα βρέφη και στους γονείς τους. Οι δραστηριότητες αυτές δίνουν στο παιδί τη δυνατότητα να κατανοεί τις κοινωνικές σχέσεις και του προσφέρουν και άλλες γνώσεις.
- Λέξεις και νοήματα:
Μελέτες παρατήρησης της σημασιολογικής ανάπτυξης έχουν καταδείξει την ύπαρξη ενός φαινομένου που ονομάζεται υπερεπέκταση, κατά το οποίο μια λέξη χρησιμοποιείται, σε σχέση με γεγονότα ή αντικείμενα, πέρα από αυτά για τα οποία χρησιμοποιείται κανονικά. Όποιος μιλήσει σε ένα δίχρονο παιδί, θα το ανακαλύψει αυτό αμέσως. Έτσι, ένα παιδί μπορεί να χρησιμοποιήσει τη λέξη «σκυλάκι» για να ονομάσει και άλλα τετράποδα ενός συγκεκριμένου μεγέθους με γούνα και ουρά. Το εάν το παιδί το κάνει αυτό γιατί πιστεύει, π.χ., ότι και τα πρόβατα είναι σκυλιά, ή γιατί απλώς δεν διαθέτει άλλη λέξη για να αναπαραστήσει τη διαφορά αυτή, είναι μια δύσκολη ερώτηση. Είναι σαφές, βεβαίως, ότι η ανάπτυξη του νοήματος των λέξεων είναι συχνά ιδιάζουσα για κάθε παιδί και ότι το σημασιολογικό πεδίο ενός παιδιού για την «μπάλα» ή για τη «γάτα» μπορεί να παρουσιάζει ελάχιστη επικάλυψη με το αντίστοιχο πεδίο ενός άλλου παιδιού.
- Ποιοτικοί προσδιορισμοί:
Οι πειραματικές έρευνες για το νόημα των λέξεων συνήθως εστιάζονται σε τάξεις λέξεων οι οποίες εξυπηρετούν σπουδαίες λειτουργίες στη γλώσσα, αλλά των οποίων το νόημα δεν είναι συγκεκριμένο, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα ουσιαστικά. Παραδείγματα τέτοιων λέξεων είναι οι προθέσεις, τα επίθετα που δηλώνουν διαστάσεις (ψηλός-κοντός, ευρύς-στενός) και οι ποσοτικοί προσδιορισμοί (όλα-τίποτα, περισσότερο-λιγότερο). Αρχικά το νόημα αυτών των λέξεων είναι ασαφές και τα παιδιά βασίζονται περισσότερο στις μη γλωσσικές ιδιότητες των συμφραζομένων τους παρά στο λεξιλογικό νόημα των ίδιων των λέξεων. Η Clark (1973) βρήκε, για παράδειγμα, ότι όταν ζητούσε από τα παιδιά να τοποθετήσουν ένα μικρό αντικείμενο, όπως είναι ένα παιγνίδι-ζωάκι, μέσα, πάνω ή κάτω από ένα μεγαλύτερο αντικείμενο, τα δίχρονα παιδιά επηρεάζονταν κυρίως από το πλαίσιο, τα συμφραζόμενα.
Τα δεδομένα αυτά συνιστούν μια ισχυρή απόδειξη ότι τα μικρά παιδιά χρησιμοποιούν την υπάρχουσα γνώση για να ερμηνεύσουν τη γλώσσα. Εάν θέλετε να μάθετε αν το παιδί κατανοεί το τοπικό επίρρημα «επάνω», είναι καλύτερα να του ζητήσετε να βάλει το πιατάκι επάνω στο φλιτζάνι παρά το συνηθισμένο, το φλιτζάνι επάνω στο πιατάκι.
- Ποσοτικοί προσδιορισμοί:
Οι ποσοτικοί προσδιορισμοί, όπως π.χ. όλα-τίποτα, περισσότερο-λιγότερο, είναι το ίδιο μπερδεμένοι για το παιδί. Έτσι, σε μια έρευνα διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, από τα οποία ζητήθηκε να κρίνουν ποιο από τα δύο ποτήρια έχει περισσότερο χυμό, απαντούσαν σωστά. Ωστόσο τα παιδιά έκαναν την ίδια επιλογή και όταν τους ζητήθηκε να δείξουν το ποτήρι που είχε το λιγότερο χυμό (Donaldson, 1978). Ίσως αυτό σημαίνει ότι απλώς προτιμούν τις μεγαλύτερες ποσότητες.
Η συγκεκριμένη δυσκολία των παιδιών απεικονίζει επίσης το γεγονός ότι ζεύγη σχετιζόμενων λέξεων, όπως «περισσότερο» και «λιγότερο» ή «ίδιο» και «διαφορετικό», δεν έχουν μια ευθεία σαφή σημασία. Πράγματι, ένα αντικείμενο (μια μπάλα) μπορεί να είναι το ίδιο με ένα άλλο αντικείμενο (μια άλλη μπάλα) και ταυτόχρονα διαφορετικό από ένα άλλο (μια μεγαλύτερη μπάλα). Όπως υποστήριξε η Donaldson, ένας από τους λόγους για τους οποίους τα παιδιά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στα τεστ του Piaget, όπως είναι η δοκιμασία της διατήρησης των φυσικών μεγεθών και της ταξινόμησης, είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείται στις οδηγίες του πειράματος.
- Ανάπτυξη της γραμματικής:
Στο στάδιο των δύο λέξεων είναι δυνατόν να μιλούμε για γραμματική της γλώσσας του παιδιού. Ο λόγος έχει τώρα τη μορφή: «περισσότερο βιβλίο», «όχι πλύσιμο» και «κοίτα, σκυλάκι». Αυτές οι πρώτες φράσεις του παιδιού, εκτός από σύντομες, δεν έχουν γραμματικές καταλήξεις ή κλίσεις, όπως το «-ς» στον πληθυντικό ή η κατάληξη «-όμουν» στον παρατατικό. Επίσης, παραλείπονται ορισμένες από τις λειτουργικές λέξεις, όπως είναι τα άρθρα («ο», «τα») και τα βοηθητικά ρήματα («έχω», «είμαι»). Οι πρώτες προτάσεις του παιδιού – και αυτό δεν συμβαίνει μόνον στην ελληνική γλώσσα – φαίνεται ότι διακρίνονται από κάποιες κοινές συντακτικές δομές. Η ομιλία αντικατοπτρίζει το «εδώ και τώρα» και αγνοεί το παρελθόν και το μέλλον. Οι φράσεις αποτελούνται από λέξεις που τονίζονται ιδιαίτερα στην κανονική χρήση της γλώσσας – ουσιαστικά, ρήματα και επίθετα, τα οποία αποτελούν τα στοιχεία-μηνύματα που θα αναμένονταν με βάση τη θεωρία της επεξεργασίας των πληροφοριών. Ο λόγος αυτός του παιδιού δίνει τη θέση του σε ένα τηλεγραφικό είδος λόγου, στον οποίο, για παράδειγμα, η φράση «Ρίχνω φλιτζάνι» χρησιμοποιείται στη θέση της φράσης «Έριξα το φλιτζάνι μου».
Αν και είναι υπερβολή ίσως να μιλούμε για «γραμματική» στην ηλικία των δύο ετών, είναι δυνατόν να συντάξουμε γραμματικούς κανόνες για την πρώιμη γλώσσα του παιδιού. Ο Braine (1963) ταξινόμησε τα συστατικά των πρώτων φράσεων σε δύο κατηγορίες: τις αξονικές και τις ανοικτές φράσεις. Τα παραδείγματα που δόθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, όπως το «περισσότερο βιβλίο», είναι αντιπροσωπευτικά των αξονικών-ανοικτών δομών. Η λέξη «περισσότερο» χρησιμοποιείται για να προσδώσει ποσότητα σε πολλές άλλες λέξεις (ιδίως στα ουσιαστικά) οι οποίες μπορούν να τοποθετηθούν στη δεύτερη κατηγορία (π.χ. «βιβλίο» ή «τηλεόραση»). Έτσι, η κατηγορία των αξονικών λέξεων περιλαμβάνει συνήθως επίθετα, ρήματα και ποσοτικούς προσδιορισμούς, ενώ η κατηγορία των ανοικτών λέξεων είναι συνήθως ουσιαστικά. Ο Brown (1973) αργότερα έδειξε ότι είναι πιθανό να πάμε πέρα από τη διωνυμική αυτή ταξινόμηση και να διακρίνουμε πολύ μεγαλύτερη ποικιλία μορφών (βλ. Πίνακα 4).
Από το στάδιο των δύο λέξεων τα παιδιά προχωρούν σε πιο πολύπλοκες προτάσεις που περιλαμβάνουν ενδείξεις γραμματικών κανόνων, καθώς και περισσότερες λέξεις. Ο Brown (1973) διαπίστωσε την ύπαρξη μιας αναπτυξιακής ακολουθίας στην αγγλική γλώσσα, κατά την οποία η κατάληξη –ing είναι η πρώτη που εμφανίζεται ακολουθούμενη από τις προθέσεις on και in. Έπειτα εμφανίζεται ένας άλλος γραμματικός κανόνας, το -s στον πληθυντικό των ουσιαστικών, παρελθοντικοί χρόνοι ανωμάλων ρημάτων, όπως broke και came, κτητικά άρθρα, το -s που προστίθεται στο τρίτο πρόσωπο των ρημάτων, ο παρελθοντικός χρόνος των ομαλών ρημάτων -ed και άλλες μορφές βοηθητικών ρημάτων. Το γιατί οι κατακτήσεις αυτές ακολουθούν την παραπάνω σειρά παραμένει ένα ερώτημα, αλλά φαίνεται και πάλι ότι υπάρχει σχέση με το ποσό της επεξεργασίας των πληροφοριών που απαιτούνται για την κατάκτηση κάθε γραμματικής μορφής.
(από το βιβλίο: Lloyd P. – Γνωστική και γλωσσική ανάπτυξη, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998.)
Πηγή: logopathologia.blogspot.gr
Προσεχή Σεμινάρια: