Πώς κατανέμονται οι μαθητές με αναπηρίες και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες σε σχολεία γενικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης
23/10/2017Στρατηγικές παρέμβασης σε μαθητές με ΔΕΠΥ
29/10/2017«Κατά την άποψή μας, η κοινωνία είναι αυτή που καθιστά ανάπηρους τους ανθρώπους με σωματικές βλάβες.
Η αναπηρία επιβάλλεται επιπρόσθετα από τις βλάβες μας με τρόπο τέτοιο που απομονωνόμαστε χωρίς λόγο και αποκλειόμαστε από την πλήρη συμμετοχή μας στην κοινωνία», δημοσιεύτηκε στις Θεμελιώδεις αρχές της αναπηρίας από την Ένωση Αναπήρων κατά του Ρατσισμού (UPIAS) το 1976.
40 χρόνια μετά και πολλά έχουν αλλάξει. Ή όχι;
Σε ένα κόσμο όπου ο όρος «ειδικές ανάγκες» συνεχίζει να χρησιμοποιείται ανεμπόδιστα, φαίνεται να υπάρχουν άνθρωποι που δεν μπορούν να κατανοήσουν δύο βασικούς πυλώνες μίας κοινωνίας με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Κατά πρώτον, ο όρος ειδικές ανάγκες δηλώνει μία ανεπάρκεια της πολιτείας για δικαιωματική προσέγγιση της αναπηρίας και διευκολύνει τις κοινωνικές παραβιάσεις που λαμβάνουν χώρα καθημερινά τριγύρω μας.
Σε ένα δεύτερο πλάνο, οι ίδιοι οι άνθρωποι με αναπηρία, αντικατέστησαν αυτοβούλως τον παρωχημένο όρο «ειδικές ανάγκες» με τον όρο «άτομα με αναπηρία». Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ότι υπάρχουν άνθρωποι που εντελώς συνειδητά αρνούνται τον αυτοπροσδιορισμό μίας ομάδας ανθρώπων, αγνοώντας επί της ουσίας το δικαίωμα για μία ταυτότητα προσδιορισμού (Barnes & Mercer, 2004).
«Και η αλήθεια είναι ότι αυτά είναι δεδομένα του εξωτερικού», θα πουν πολλοί.
«Η προσκόλληση σε λέξεις, δεν βοηθά».
Το μεγαλύτερο θέμα, όμως, είναι ότι αυτοί οι πολλοί είναι επαγγελματίες θεραπευτές ή και γονείς. Βλέπουμε πολλά κέντρα ημέρας ή και συλλόγους γονέων και κηδεμόνων που ακολουθούν ένα μοτίβο σκέψης που θέλει του ενήλικες με αναπηρία να παραμένουν για πάντα παιδιά. Κατασκευές Χριστουγεννιάτικες που προωθούνται ως δημιουργήματα των «παιδιών», γιορτές για εθνικές εορτές που συμμετέχουν μόνο τα «λειτουργικά παιδιά» αλλά και προγράμματα που στην ηλικία των 40 ετών στοχεύουν στη γνωστική ανάπτυξη (γράμματα και αριθμοί) και όχι σε δραστηριότητες καθημερινής ζωής, είναι μερικά από τα παραδείγματα μίας πεπερασμένης σκέψης.
Τι γίνεται όμως στα ελληνικά δεδομένα με τον όρο ειδικές ανάγκες; Ή ειδικές ικανότητες;
Ο νόμος 2817 του 2000 έρχεται ως απάντηση (17 χρόνια μετά, σήμερα) και λέει ότι το «ειδικές ανάγκες» πλέον αντικαθίσταται από το «άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες» όταν γίνεται αναφορά σε άτομα που συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Με το νόμο 3699 του 2008 δε, η ειδική αγωγή μετατρέπεται σε «Ειδική αγωγή και Εκπαίδευση ατόμων με αναπηρία ή με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες».
Κατανοητό γίνεται, λοιπόν, ότι η χρήση των όρων που αντιτίθενται στους νόμους, σίγουρα δεν θα έπρεπε να συμβαίνει – ιδιαίτερα από ανθρώπους που μετέχουν ενεργά στην εκπαιδευτική ή θεραπευτική διαδικασία.
Κι όλο αναρωτιέμαι εάν συνθήκες που τοποθετούν ενήλικους ανθρώπους ως παιδιά, κέντρα ημέρας ως σχολεία αλλά και τις βλάβες ως αναπηρία ή ειδική ανάγκη έχουν χώρο ανάμεσα μας.
Η αναπηρία όπως είπε και ο Townsend το 1981 είναι μια κατηγορία «σύνθετη, μεταβλητή, απρόβλεπτη, καθιερωμένη, που δεν μπορεί να μειωθεί σε έναν απλό ορισμό ταυτότητας, ή να προσεγγιστεί με ένα συγκεκριμένο μοντέλο ή ένα συμπαγές πολιτικό πρόγραμμα».
Παναγιώτης Μπαρμπαγιάννης
Εργοθεραπευτής
Εμψυχωτής Παιδαγωγικής Θεάτρου και Θεατρικού Παιχνιδιού
Συνεργάτης του www.eidikospaidagogos.gr
Διαβάστε επίσης: