Με τον όρο σχολική ανωριμότητα περιγράφεται ένα εύρος από δυσκολίες που μπορεί να παρουσιάζει ένας μαθητής. Η σχολική ανωριμότητα μπορεί να υπάρχει τόσο σε ένα νήπιο όσο και σε έναν μαθητή του Δημοτικού ή του Γυμνασίου.
Η σχολική ανωριμότητα μπορεί να οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, δηλαδή τη συναντάμε συχνά σε παιδιά που είναι μεγαλωμένα σε ένα υπερπροστατευτικό περιβάλλον που οι γονείς τους δεν τους πρόσφεραν τη δυνατότητα να προσπαθήσουν, αλλά και σε οικογένειες που το παιδί παραμελήθηκε και δεν πέρασε ποιοτικό χρόνο με τους γονείς ή άλλα πρόσωπα. Ωστόσο, υπάρχουν και αρκετές περιπτώσεις όπου πίσω από την ανωριμότητα μπορεί να υπάρχει μια αναπτυξιακή διαταραχή με οργανικό υπόστρωμα, όπως ένα νευρολογικό, μεταβολικό ή γενετικό και πιο σπανία ψυχιατρικό πρόβλημα.
Η σχολική ανωριμότητα βασίζεται σε τέσσερις κύριους τομείς της ανάπτυξης:
Όταν ένα παιδί δεν έχει αναπτύξει τις δεξιότητες αυτές σύμφωνα με την ηλικία του σε έναν από τους παραπάνω τομείς, τότε λέμε ότι το παιδί παρουσιάζει ανωριμότητα σε αυτόν τον τομέα. Για παράδειγμα, αν ένα παιδί δεν μπορεί να συγκεντρωθεί και να κάνει τις εργασίες που του ζητά ο νηπιαγωγός ή ο δάσκαλος, τότε λέμε ότι το παιδί παρουσιάζει ανωριμότητα στη συγκέντρωση. Η ικανότητα υπάρχει, αλλά δεν έχει αναπτυχθεί όσο θα αναμέναμε σε σχέση με τα άλλα παιδιά της ίδιας ηλικίας. Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους τομείς.
Μια μεμονωμένη ανωριμότητα σε έναν τομέα της ανάπτυξης συνήθως δεν είναι ανησυχητική και βελτιώνεται με απλή συμβουλευτική που κάνει ο παιδαγωγός προς τους γονείς. Γενικευμένη ανωριμότητα είναι αυτή που περιλαμβάνει πολλούς τομείς, π.χ. ένα παιδί μπορεί να μην είναι πολύ καλό στον τομέα του λόγου, στον τομέα της κίνησης και παράλληλα στη συμπεριφορά. Σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται να γίνει αναπτυξιακή εξέταση από ειδικό σε αναπτυξιακό κέντρο. Αν το παιδί μας είναι στο νηπιαγωγείο, υπάρχει τεστ σχολικής ετοιμότητας που αξιολογεί τη σχολική ωριμότητα του νηπίου λίγο πριν τη φοίτησή του στην Α’ τάξη.
Παράλληλα, σημαντικές είναι και οι παρατηρήσεις των παιδαγωγών που παρακολουθούν καθημερινά το παιδί και ενδεχομένως να έχουν εντοπίσει κάποιες δεξιότητες που δεν έχουν αναπτυχθεί σύμφωνα με την ηλικία του. Γι’ αυτό οι γονείς καλό είναι να ενημερώνονται τακτικά από τους νηπιαγωγούς.
Αν διαπιστώσετε ότι το παιδί σας είναι ανώριμο σε έναν συγκεκριμένο τομέα, όπως το ντύσιμο, το γράψιμο κ.ά., καλό είναι να αρχίσετε εξάσκηση. Αν παρά τις προσπάθειές σας δεν έχετε το αναμενόμενο αποτέλεσμα, τότε επικοινωνήστε με ένα αναπτυξιακό κέντρο και ζητήστε να γίνει στο παιδί σας μια αναπτυξιακή εξέταση με το Αναπτυξιακό Check up Plus.
Στις περιπτώσεις που έχουν διαπιστωθεί δυσκολίες στο παιδί, συνήθως τις αντιμετωπίζουμε με προγράμματα ειδικής αγωγής όπως εργοθεραπεία, λογοθεραπεία κ.ά. Σε ορισμένες περιπτώσεις που η διάγνωση έχει γίνει πολύ αργά και δεν υπάρχει ο απαιτούμενος χρόνος για επανεκπαίδευση, μπορεί να προταθεί επαναφοίτηση, να παρακολουθήσει δηλαδή το παιδί ξανά την ίδια τάξη. Αυτό το μέτρο συνιστάται πιο συχνά στο νηπιαγωγείο και λιγότερο στο δημοτικό σχολείο, ώστε να δοθεί χρόνος στο παιδί να αναπτύξει το δυναμικό του. Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να παρακολουθείται η ανάπτυξη του παιδιού και αν υπάρχουν ανησυχητικά σημάδια να διερευνώνται.
Πηγή: www.onmed.gr
Προσεχή Σεμινάρια:
1. Σεμινάριο: «ΔΕΠΥ-Αξιολόγηση, Πρακτικές Υποστήριξης και Τεχνικές Παρέμβασης»