Αρχικά, καλό είναι να αναφέρουμε πως είναι σημαντικά δύσκολο να εκτιμηθεί το πόσο συχνά εμφανίζεται η νοητική υστέρηση σε ενήλικες και ανηλίκους. Το γεγονός αυτό ισχύει διότι ο ορισμός της εν λόγω έννοιας διαρκώς διαφοροποιείται και αλλάζει, καθώς και επειδή δεν υπάρχει κάποιος σταθερός τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζονται τα άτομα με ελαφρά ή ήπια νοητική υστέρηση. Κατά γενική ομολογία η συχνότητα της νοητικής δυσκολίας εκτιμάται από 1% έως 3% του γενικού πληθυσμού. Όμως, εάν η συχνότητα αυτή υπολογιστεί με μοναδικό κριτήριο τον δείκτη νοημοσύνης (IQ) θεωρείται ότι ένα μέρος του πληθυσμού γύρω στο 2.3% «πάσχει» από νοητική υστέρηση. Με αποκλειστικό παράγοντα τον δείκτη νοημοσύνης, όπως είναι λογικό, δε μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλή και βέβαια πορίσματα, ότι δηλαδή ένα άτομο έχει νοητική δυσκολία.
Η παραπάνω συσχέτιση θεωρείται μονομερής από τους μελετητές, καθώς είναι απαραίτητο να ελεγχθούν και ορισμένα άλλα κριτήρια για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ένας άνθρωπος δυσκολεύεται νοητικά.
Τέτοια κριτήρια είναι τα παρακάτω:
Ασλανίδου Χριστίνα
Εκπαιδευτικός – Φοιτήτρια σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα ειδικής αγωγής