Εφημερίδα FreeSunday: Πώς και μέχρι πότε μπορούν οι γονείς να βοηθούν το παιδί στη μελέτη;
11/10/2017Συνεργασία Ειδικών Θεραπευτών – Συνήθη Λάθη
15/10/2017Η ταινία Like stars on earth πραγματεύεται τις δυσκολίες του Ishaan, ενός οκτάχρονου παιδιού με δυσλεξία που ζει στην Ινδία. Ο Ishaan είναι ένα χαρούμενο παιδί που αντιμετωπίζει τη ζωή με αισιοδοξία και περιέργεια. Του αρέσει πολύ η ζωγραφική και έχει πολλή φαντασία. Στο πλαίσιο των ακαδημαϊκών του καθηκόντων, αναμένεται να μάθει να γράφει και να διαβάζει γράμματα και αριθμούς. Όμως, η δυσκολία του να ανταπεξέλθει στα σχολικά του καθήκοντα δημιουργούν μία μόνιμη αναστάτωση στο σπίτι. Οι εκπαιδευτικοί οδηγούνται στο βιαστικό συμπέρασμα ότι ο Ishaan είναι τεμπέλης και άτακτος με αποτέλεσμα η μητέρα του να αισθάνεται απογοήτευση και ο πατέρας του θυμό. Η απόφαση της οικογένειας να στείλει τον Ishaan εσώκλειστο σε οικοτροφείο οδηγεί το παιδί σε βαθιά θλίψη και σε απώλεια της αυτοπεποίθησής του. Η νοσταλγία του παιδιού για την οικογένειά του και η αυστηρότητα των καθηγητών στο νέο σχολικό περιβάλλον τον οδηγούν στην κατάθλιψη. Αποσύρεται ακαδημαϊκά και συναισθηματικά και σταματά να ζωγραφίζει. Σε αυτή την κρίσμη στιγμή, εμφανίζεται ο νέος καθηγητής καλλιτεχνικών όπου αναγνωρίζει αμέσως την πραγματική πηγή του προβλήματος και προσπαθεί να κινητοποιήσει τους γονείς του, να ευαισθητοποιήσει την τάξη και να ενημερώσει τους υπόλοιπους καθηγητές για το πρόβλημα του παιδιού. Ο Ishaan ανταποκρίνεται στην υποστήριξη και την αγάπη του νέου καθηγητή, ο οποίος τον βοηθά σε ακαδημαϊκό αλλά και σε συναισθηματικό επίπεδο. Αρχίζει ειδική αγωγή για τη δυσλεξία, ξεκινά και πάλι να ζωγραφίζει και νιώθει πιο σίγουρος για τον εαυτό του.
Οι ενδείξεις για την παρουσία δυσλεξίας είναι δυνατό να εμφανιστούν κατά την προσχολική ηλικία. Ωστόσο, όπως φαίνεται και με τον Ishaan, οι δυσκολίες συνήθως γίνονται αντιληπτές στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου, όπου το παιδί καλείται να ανταποκριθεί στην εκμάθηση του μηχανισμού της ανάγνωσης και της γραφής. Την περίοδο της «πρώτης ανάγνωσης» ο δυσλεκτικός μαθητής δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τα γράμματα και στις επόμενες τάξεις συνεχίζει να διαβάζει με δυσκολία. Κάνει λάθη αντικατάστασης συλλαβών ή γραμμάτων, ιδιαίτερα εκείνων που αντιπροσωπεύουν φθόγγους φωνολογικά συγγενικούς και δυσκολεύεται στα συμπλέγματα των συμφώνων. Παραλείπει, προσθέτει ή αντιμεταθέτει συλλαβές, χάνει τη σειρά στο κείμενο (ειδικά όταν τελειώνει η μια σειρά και αρχίζει η επόμενη), τονίζει λάθος τις λέξεις και αγνοεί τα σημεία στίξης (Παντελιάδου, 2011). Τέλος, δυσκολεύεται στην αναγνωστική κατανόηση ειδικά όταν η ανάγνωση γίνεται από το ίδιο το παιδί. Tα συμπτώματα της δυσλεξίας, καθώς και οι συνέπειες αυτών στη συμπεριφορά του παιδιού μπορούν να εντοπιστούν μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, τη σχολική τάξη αλλά και τις παρέες των συνομηλίκων. Βέβαια, ο τρόπος εκδήλωσης των συμπτωμάτων καθώς και η σφοδρότητά τους διαφέρουν σημαντικά από παιδί σε παιδί γιατί επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες του οικογενειακού και σχολικού περιβάλλοντος.
Δεδομένου ότι τα παιδιά με μαθησιακές διαταραχές, όπως η δυσλεξία, διατρέχουν κίνδυνο να εμφανίσουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοεικόνα, κατάθλιψη ή άγχος που συχνά εκφράζεται ως φόβος για μια ενδεχόμενη σχολική αποτυχία, ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου παίζουν καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της διαταραχής και των συνοδών προβλημάτων. Τα συναισθήματα της μοναξιάς και του θυμού ως δευτερογενείς συνέπειες της δυσλεξίας μπορεί να έχουν επιπρόσθετα αρνητική επίδραση στη γνωστική και στην ψυχική κατάσταση των παιδιών. Επιπλέον, η επαναλαμβανόμενη σχολική αποτυχία είναι πιθανόν να οδηγήσει σε παραβατική και σε αντικοινωνική συμπεριφορά με αποτέλεσμα την ανυπακοή, τις παραβάσεις σε κανόνες (Morgan, Farka, Tufis, & Sperling, 2008) αλλά και την πρόωρη εγκατάλειψη της σχολικής φοίτησης. Γι’αυτό τα δυσλεξικά παιδιά χρειάζεται να επαινούνται για την προσπάθεια που καταβάλλουν και όχι μόνο για το αποτέλεσμα. Χρειάζεται να ενθαρρύνονται στους τομείς εκείνους που έχουν ικανότητες και να νιώθουν ότι έχουν την υποστήριξη των δασκάλων ώστε να μην αισθάνονται απομονωμένα από το σύνολο της τάξης. Ακόμη, πρέπει να έχουν την κατανόηση των γονιών τους για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και να μη συγκρίνονται οι βαθμοί τους και οι εργασίες τους με αυτές των συμμαθητών τους ή των αδερφών τους. Τέλος χρειάζεται να νιώθουν ασφάλεια τόσο στο οικογενειακό όσο και στο σχολικό περιβάλλον. Η συνεργασία και η τακτική επικοινωνία των γονέων, των θεραπετών και των δασκάλων είναι απαραίτητη.
Κρίνεται ακόμη πολύ σημαντικό πριν και μετά τη διάγνωση να ενημερώνονται οι γονείς ως προς τη φύση της δυσλεξίας. Όπως φάνηκε και στην ταινία Like stars on earth, οι γονείς δυσκολεύονται να αποδεχτούν ότι το παιδί τους μπορεί να έχει κάποια μαθησιακή «αναπηρία» ειδικά όταν αυτή δεν είναι ορατή. Πριν τη διάγνωση του παιδιού οι γονείς μπορεί να είναι αγχωμένοι ή και θυμωμένοι με το παιδί που συνήθως έχει την ταμπέλα του «τεμπέλη». Σε πρώτη φάση, η διάγνωση της δυσλεξίας μπορεί να λειτουργήσει ανακουφιστικά για τους γονείς αλλά μετέπειτα έχει ως επακόλουθο δυσάρεστα συναισθήματα: αισθάνονται υπεύθυνοι και ένοχοι, ότι έκαναν κάτι λάθος, ή νιώθουν θυμό, άγχος, απογοήτευση και απώλεια (Karande & Kulkarni, 2009; Karande, Kumbhare, Kulkarni, & Shah, 2009). Όπως συμβαίνει με οποιαδήποτε άλλη απώλεια, οι γονείς θα περάσουν από συγκεκριμένα στάδια μέχρι να αποδεχτούν τη δυσλεξία του παιδιού τους και σε αυτή τη φάση, η ενημέρωση και η συμβουλευτική θα τους βοηθήσουν πολύ.
Βέβαια, ο εντοπισμός και η διάγνωση των παιδιών με δυσλεξία αποτελεί μεν το πρώτο βήμα αλλά δεν επαρκεί αν δεν ακολουθείται από άμεση παρέμβαση. Για να βοηθηθεί ο μαθητής χρειάζεται ένα δομημένο πρόγραμμα εξατομικευμένης παρέμβασης που θα περιλαμβάνει δραστηριότητες για την ανάπτυξη της ακουστικής προσοχής, της ακουστικής διάκρισης, της ακουστικής και οπτικής μνήμης και της οπτικής αντίληψης. Επιπλέον, χρειάζεται εξάσκηση στη βραχύχρονη μνήμη και στη φωνημική/φωνολογική ενημερότητα. Ενδεικτικά θα αναφερθούν μερικές δραστηριότητες για την εξάσκηση όλων των τομέων που αναφέρθηκαν αλλά ο κάθε εκπαιδευτικός χρησιμοποιώντας τις γνώσεις, τη εμπειρία και τη φαντασία του μπορεί να δημιουργήσει πολλές ασκήσεις και παιχνίδια. Δραστηριότητες για την ανάπτυξη της ακουστικής προσοχής περιλαμβάνουν ακρόαση και αναγνώριση ήχων από το περιβάλλον ή από μουσικά όργανα και παραγωγή ακουστικών/ρυθμικών προτύπων ήχων τα οποία ο μαθητής πρέπει να αναγνωρίσει και να επαναλάβει (ο εκπαιδευτικός δημιουργεί αργά ή γρήγορα ρυθμικά πρότυπα χτυπώντας ένα αντικείμενο ή ένα μουσικό όργανο). Στις δραστηριότητες για την ανάπτυξη της ακουσικής διάκρισης ο μαθητής πρέπει να διακρίνει αν ένας ήχος είναι υψηλός ή χαμηλός, δυνατός ή ασθενής, κοντινός ή μακρινός και μπορεί να παίξει παιχνίδια όπως αυτό της τυφλόμυγας όπου με κλειστά τα μάτια πρέπει να διακρίνει έναν ήχο. Για την ανάπτυξη της ακουστικής μνήμης τα παιδιά μαθαίνουν παιδικά τραγούδια, ποιήματα, σειρές γραμμάτων και αριθμών ή επαναλαμβάνουν προτάσεις. Για την ανάπτυξη της οπτικής μνήμης οι μαθητές επαναλαμβάνουν μοτίβα, αφηγούνται ιστορίες από εικόνες, ανακαλούν από τη μνήμη αντικείμενα που είχαν δει και μετά τα κρύψαμε ενώ για την ανάπτυξη της οπτικής αντίληψης συναρμολογούν παζλ ή ταξινομούν σχήματα και χρώματα. Για την εξάσκηση της βραχύχρονης μνήμης οι μαθητές μπορούν να επαναλάβουν μονοψήφιους αριθμούς ή δισύλλαβες λέξεις με την ίδια σειρά που εκφωνήθηκαν. Τέλος, για την ανάπτυξη της φωνημικής/φωνολογικής ενημερότητας οι μαθητές αναλύουν, συνθέτουν, απομονώνουν, διακρίνουν, αφαιρούν και αντιστρέφουν φωνήματα και συλλαβές. Για παράδειγμα, λένε λέξεις ρυθμικά χτυπώντας παλαμάκια χωρίζοντάς τες σε συλλαβές και φωνήματα, αλλάζουν και αντιστρέφουν γράμματα, βρίσκουν λέξεις που ομοιοακαταληκτούν.
Η διδασκαλία των μεταγνωστικών στρατηγικών μάθησης καθώς και των στρατηγικών αυτο-παρακολούθησης, αυτο-διόρθωσης και αυτο-αξιολόγησης επίσης ωφελεί πολύ τους μαθητές και κρίνεται αναγκαία αφού μαθαίνουν να καθοδηγούν τους εαυτούς τους και να ελέγχουν την πρόοδό τους. Ακόμη, είναι αποδεδειγμένο ότι τα παιδιά ανταποκρίνονται πολύ περισσότερο όταν χρησιμοποιούνται θετικοί ενισχυτές (αμοιβές). Μάλιστα, οι αμοιβές είναι πιο αποτελεσματικές όταν πρόκειται για επιθυμητές δραστηριότητες (π.χ. υπολογιστής, γυμναστική) σε σχέση με υλικές αμοιβές και χρειάζεται να λαμβάνονται υπόψιν οι προτιμήσεις του παιδιού. Στο εξατομικευμένο πρόγραμμα παρέμβασης πρέπει να τίθεται κάθε φορά ένας στόχος και μετά την εκπλήρωσή του ο επόμενος. Στην πορεία είναι αναγκαίο να αξιολογείται η πορεία της παρέμβασης ώστε να αναπροσαρμόζεται όπου χρειάζεται. Εκτός από το δομημένο πρόγραμμα εξατομικευμένης παρέμβασης είναι πολύ σημαντικό οι μαθητές με δυσλεξία να έχουν ψυχοσυναισθηματική στήριξη για να ενισχυθεί η αυτοπεποίθησή τους και να αντιμετωπιστούν όποιες συναισθηματικές δυσκολίες μπορεί να αντιμετωπίζουν.
Όσον αφορά το σχολικό πλαίσιο, ο ρόλος του εκπαιδευτικού σήμερα είναι πολυδιάστατος και γι’αυτό οφείλει να είναι επιμορφωμένος και επιστημονικά καταρτισμένος. Χρειάζεται να κατέχει γνώσεις από διάφορα επιστημονικά πεδία (εξελικτική ψυχολογία, εκπαιδευτική ψυχολογία κ.α.), να έχει συναίσθηση του ρόλου του και πάνω από όλα να αγαπά αυτό που κάνει. Η απόκτηση της γνώσης δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Όλοι οι μαθητές δεν προσλαμβάνουν την γνώση με τον ίδιο τρόπο και τον ίδιο ρυθμό, γι’αυτό χρειάζεται να βρίσκει τις κατάλληλες μεθόδους για να προσαρμόζει τη διδασκαλία του. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει πάντα να έχει στο μυαλό του ότι δεν προσφέρει μόνο γνώσεις και μάθηση αλλά συντελεί στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και του χαρακτήρα των μαθητών καθώς και στην κοινωνική τους ενσωμάτωση. Γι’αυτό είναι απαραίτητο να έχει συναισθηματική επαφή με τους μαθητές του, να έχει δεξιότητες επικοινωνίας, να είναι ευγενικός, διαθέσιμος, ενθαρρυντικός και να μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο για τα παιδιά. Επιπλέον, ένας ακόμη λόγος που καθιστά σημαντικό το έργο του εκπαιδευτικού είναι το γεγονός ότι η σχολική ηλικία αποτελεί μια περίοδο κατά την οποία η ποιότητα της αλληλεπίδρασης των παιδιών με το περιβάλλον τους θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξή τους στην εφηβεία και στην ενήλικη ζωή. Ο εκπαιδευτικός είναι αυτός που μπορεί να δώσει την ώθηση στο μαθητή να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του και τη στάση του με το σχολείο, την οικογένεια και την κοινωνία, να τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει τους στόχους του και να γίνει υπεύθυνος και ανεξάρτητος.
Είναι αποδεδειγμένο ότι οι μαθητές με ήπιες μαθησιακές διαταραχές όπως η δυσλεξία μαθαίνουν πολύ πιο καλά σε μια τάξη γενικής εκπαίδευσης παρά σε τάξεις ειδικής αγωγής. Για να διευκολυνθεί η σχολική ένταξη χρειάζεται να υπάρχουν κατάλληλα και ευέλικτα εκπαιδευτικά προγράμματα καθώς και στελέχωση του σχολείου από διεπιστημονική ομάδα σχολικού ψυχολόγου και ειδικού παιδαγωγού όπου θα πραγματοποιούν την αξιολόγηση του μαθητή και θα σχεδιάζουν από κοινού μαζί με το δάσκαλο της τάξης ένα εξατομικευμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα με βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους. Είναι αναγκαίο να επενδύσει η πολιτεία στην πρώιμη παρέμβαση υψηλής ποιότητας, να δημιουργηθούν οι απαραίτητες δομές και τα κατάλληλα προγράμματα ώστε οι δυσλεκτικοί μαθητές να μπορούν να ενσωματωθούν ομαλά στο σχολείο γενικής εκπαίδευσης.
Αλεξία Κομποθέκρα Κακαβούλη
Εκπαιδευτικός – Ειδική Παιδαγωγός
(BSc – PgD – MSc)
Διαβάστε επίσης: