Συνέντευξη του κου Παπαναστασίου Φώτη στην Εγνατία TV
24/04/2018Περισσότερες θέσεις εκπαιδευτικών Ειδικής Αγωγής. Ποιοι μπαίνουν στα ΚΕΣΥ, ποιοι αυξάνουν τις θέσεις
25/04/2018ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΠΕΡΙ “ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΔΙΑΓΝΩΣΕΩΝ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ, ΔΕΠΥ, ΑΥΤΙΣΜΟΥ ΚΛΠ”, …
…θα θέλαμε να εκφράσουμε την απορία μας σχετικά με την προέλευση των επιστημονικών και επιδημιολογικών πηγών αυτών των δεδομένων, αλλά και την πιθανότητα της ύπαρξης σκοπιμοτήτων, που εξυπηρετούνται από αυτές τις “κραυγές αγωνίας” (!!!) για τη δυσμενή τύχη των ανηλίκων του τόπου μας, που ταλαιπωρούνται από μη έγκυρες διαγνώσεις με γνώμονα το “κέρδος”, όπως τα δημοσιεύματα λιγότερο ή περισσότερο “αποκαλύπτουν”.
Βέβαια, και σε αντίθεση με ότι συνηθίζεται σε κάθε τύπου δημοσιεύσεις που σχολιάζουν επιστημονικά θέματα, τα εν λόγω άρθρα, όπου εκτίθενται οι επίμαχες απόψεις των “ανήσυχων” για την ασφάλεια των παιδιών μας παιδοψυχιάτρων, ψυχιάτρων, ψυχολόγων και παιδαγωγών, ξεκινούν με συμπεράσματα χωρίς να αναφέρεται η προέλευση των στατιστικών δεδομένων που δημοσιεύονται. Για παράδειγμα αναφέρεται το παγκόσμιο ρεκόρ διαγνώσεων (περίπου 30% του γενικού πληθυσμού!) χωρίς να αναγράφεται η επίσημη ερευνητική ή/και βιβλιογραφική πηγή που αφορά στον εξωφρενικό αυτό αριθμό, αλλά και στην επιστημονική επιβεβαίωση της διακύμανσης του ποσοστού 2-4% των διαγνώσεων. Από την πλευρά του αναγνώστη, για την καλύτερη κατανόηση της εξωφρενικότητας του ισχυρισμού αυτού, αρκεί ο υπολογισμός του αριθμού των παιδιών στον οποίον αντιστοιχεί – τουλάχιστον 360.000 παιδιά θα πρέπει να έχουν διαγνωστεί από δημόσιους φορείς, βάσει των απογραφικών εθνικών στοιχείων.
Στην περίπτωση παιδιών με ΔΕΠΥ, τα επιστημονικά άρθρα προτείνουν επιπολασμό τουλάχιστον 6-7% των ανηλίκων στη χώρα μας μέχρι και το 2017, συμπεριλαμβανομένων και προσφάτων έγκυρων δημοσιεύσεων τινών των ιδίων των “ανησυχούντων”!
Για τις μαθησιακές δυσκολίες τα τελευταία επίσημα επιδημιολογικά δεδομένα προέρχονται από επιστημονικές δημοσιεύσεις, που βασίζονται σε στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας, όπου αναφέρεται ως διαγνωσμένο ένα ποσοστό της τάξης του 1-2% του γενικού μαθητικού πληθυσμού με συγκριτική υπεροχή των διαγνώσεων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση -βαθμίδα συνυφασμένη με το εξετασιακό σύστημα προαγωγής και απόλυσης των μαθητών- έναντι εκείνων στην πρωτοβάθμια, αποκλείοντας κάθε δυνατότητα έγκαιρης αντιμετώπισης. Δεν υπάρχουν άλλα επίσημα δημοσιευμένα στοιχεία μετά το 2013 που θα επιβεβαιώσουν ή θα διαψεύσουν τα παραπάνω, άρα η οποιαδήποτε συζήτηση στερείται έγκυρων δεδομένων.
Επίσης, η νομοθεσία από το 2012 για την οικονομική αποζημίωση από τον ΕΟΠΥΥ ορίζει ακριβώς το είδος και το ποσό των συνεδριών που συμπεριλαμβάνονται στα θεραπευτικά προγράμματα ανηλίκων με ελλειμματική προσοχή ή/και υπερκινητικότητα και διαταραχές αυτιστικού φάσματος, ενώ οι μαθησιακές δυσκολίες δεν περιλαμβάνονται καθόλου. Η πιθανότητα να πραγματοποιεί κάποιος θεραπείες με κόστος 1000 ευρώ (!!) είναι μάλλον ουτοπική στη χώρα μας σήμερα, αν και σε κάποιες σοβαρές περιπτώσεις αυτό θα ήταν απαραίτητο.
Η περιπτωσιολογική και συνεπώς μη επιστημονικά έγκυρη αναφορά περιπτώσεων παιδιών πιθανότατα αποσκοπεί μόνο στη δημιουργία βεγγαλικών εντυπώσεων, όπως, για παράδειγμα, η μία (μόνο;) περίπτωση κοριτσιού, που λαμβάνει Ριταλίν από 6 ετών (γεγονός που καταρχήν δεν είναι αντιεπιστημονικό, καθώς αυτή είναι η ηλικία επίσημης ένδειξης χορήγησης). Αποτελεί κοινή αντίληψη, όπως επιβεβαιώνεται δυστυχώς και από τα δημοσιεύματα, η μη επαρκής διάγνωση (υποδιάγνωση) και η μη έγκαιρη και έγκυρη αντιμετώπιση της ΔΕΠΥ στη χώρα μας, πόσο μάλλον η φαρμακευτική θεραπεία, που -σημειωτέον- στις μικρές ηλικίες χορηγείται περισσότερο για τη σωματική ασφάλεια του παιδιού και λιγότερο για σχολικά θέματα. Μια γρήγορη αναζήτηση στο διαδίκτυο έγκυρων ιατρικών μελετών θα αναδείξει τα διεθνή στατιστικά δεδομένα, που αναφέρουν σοβαρούς τραυματισμούς και θανάτους, λόγω ατυχημάτων και τυχαίων δηλητηριάσεων σε πενταπλάσιο ποσοστό των παιδιών της σχολικής ηλικίας με ΔΕΠΥ σε σύγκριση με τους μη πάσχοντες. Ειδικά δε για το φάρμακο Ριταλίν, η συσχέτιση με “συμφέροντα” και φαρμακευτικές εταιρείες είναι επιεικώς αφελής, όταν η εισαγωγή του στη χώρα μας δεν γίνεται παρά μόνο μέσω κρατικής διαδικασίας (ΙΦΕΤ) και με λιανική τιμή συνήθως 5-6 ευρώ!
Τέλος, και καθώς η χρήση των εισαγωγικών στους “ειδικούς” χρησιμοποιείται με τρόπο υποτιμητικό στην προαναφερθείσα αρθρογραφία, είναι εξαιρετικά προσβλητικά όσα αναγράφονται και ακόμη περισσότερο όσα υπονοούνται για τους επιστήμονες, που ασχολούνται συστηματικά με τις νευροαναπτυξιακές διαταραχές στη χώρα μας, οι περισσότεροι των οποίων υπηρετούν σε μάχιμες θέσεις φορέων του δημοσίου τομέα. Περισσότερο, όμως, τα αναφερθέντα σχόλια είναι προσβλητικά για τις οικογένειες, που έχουν παιδιά με αυτές τις διαταραχές, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις υποφέρουν από την κακοποίηση, που υφίστανται στο κοινωνικό, οικογενειακό ή σχολικό περιβάλλον, λόγω άγνοιας και αμφισβήτησης των δυσκολιών τους από αρκετούς “ειδήμονες”. Όλες αυτές οι οικογένειες, που ενδέχεται να διάβασαν τα δημοσιεύματα, θα πρέπει να αισθάνονται περισσότερο μόνες από ό,τι πριν.
Αν και το σύνολο των τοποθετήσεων και οι μη δόκιμοι τρόποι επιστημονικού σχολιασμού αριθμητικών δεδομένων δεν αρμόζει σε ειδικούς, που εκπροσωπούν το κλινικό, ακαδημαϊκό ή παιδαγωγικό λειτούργημα, ας ελπίσουμε ότι τα δημοσιεύματα αυτά θα συμβάλλουν τουλάχιστον στη βελτίωση των μεθόδων καταγραφής των επιδημιολογικών δεδομένων στη χώρα μας, ώστε να αποφεύγεται στο μέλλον η ανάλυση ιατρικών καταστάσεων και κοινωνικών φαινομένων με επιπόλαιο τρόπο.
ΤΟ Δ.Σ. ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΔΕΠΥ